- φιλόσιτος
- -ον, Α1. αυτός που τού αρέσουν τα σιτηρά2. αυτός που τού αρέσει να τρώει («οὐδὲ φιλόσιτον, ἀλλὰ κακόσιτον εἶναι», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + σῖτος (πρβλ. μετριό-σιτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόσιτος — φιλόσῑτος , φιλόσιτος fond of corn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόσιτον — φιλόσῑτον , φιλόσιτος fond of corn masc/fem acc sg φιλόσῑτον , φιλόσιτος fond of corn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
φιλόσιτοι — φιλόσῑτοι , φιλόσιτος fond of corn masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)